- Μενονίτες
- (Mennonites). Προτεσταντική αίρεση, που έχει σήμερα περίπου 250.000 οπαδούς, διασκορπισμένους στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Ολλανδία, στη Γερμανία, στην Πολωνία και στη Γαλλία. Οι μενονιτικές διδασκαλίες εμφανίστηκαν στη Ζυρίχη στις αρχές του 16ου αι., στα πλαίσια της αίρεσης των αναβαπτιστών του Σβίγγλιου. Η ονομασία αυτή προήλθε από τον Μένο Σάιμονς, ο οποίος είχε γεννηθεί και ζήσει στην Ολλανδία (Biτμαρσουμ 1496–1561). Αφού χειροτονήθηκε ιερέας, προσχώρησε στην αίρεση των αναβαπτιστών, των οποίων μετρίασε την αδιαλλαξία και τον φανατισμό. Ο Μένο Σάιμονς υπήρξε συγγραφέας, μεταξύ άλλων, ενός θεμελιώδους Βιβλίου (1539)., ενώ δύο μαθητές του συγκέντρωσαν τη διδασκαλία του σε 40 άρθρα, που αποτέλεσαν την Ομολογία της Βάτερλαντ. Η διδασκαλία των μ. συνενώνει μαζί με τα αμιγώς θρησκευτικά ζητήματα (άρνηση της εκκλησιαστικής αυθεντίας και του βαπτίσματος σε παιδιά κάτω των 14 ετών) και άλλα, κοινωνικής φύσης, συγγενή με των αναβαπτιστών, όπως την απόρριψη κάθε πολιτικού περιορισμού, περιλαμβανόμενης και της στρατιωτικής θητείας. Οι απόψεις αυτές τους ανάγκασαν σε κοινωνικό εξοστρακισμό και σε διώξεις. Οι Μ. έχουν διασπαστεί πλέον σε πολλές κοινότητες. Πολυπληθέστερη κοινότητα είναι αυτή των Αμερικανών Μ., οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί ως Άμις· πρόσφατα, ξεκίνησαν να αποτελούν την εξαίρεση στο σύνολο της αίρεσης και ασχολούνται σχετικά ενεργά με τα κοινά.
* * *οικλάδος τής αρχαίας προτεσταντικής τάσης τών Αναβαπτιστών που φέρει το όνομα τού ιδρυτή του, Ολλανδού κληρικού Μένο Σίμους, και που είχε διαδοθεί τον 16ο αιώνα στην Ολλανδία, στη Γερμανία, στην Πολωνία, στον Καναδά, στις ΗΠΑ, στη Ρωσία κ.α.
Dictionary of Greek. 2013.